δασπλῆτις

δασπλῆτις
δασπλῆτις
Grammatical information: f.
Meaning: unknown; used of the Erinyes, Hekate, the Eumenids etc (ο 234, Theoc.)
Other forms: also δασπλής, -ῆτος f. (Simon., Euph., Nonn.; -ῆτε as m. du. Nic.), δασπλήτης m. (An. Ox.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Form like χερνῆτις, κυνηγέτις etc. (Schwyzer 451). Several explanations. An analysis as δασ-πλῆτις looks nice, but gives semantically no explanations for πλησίον, ἄ-πλητος, Dor. ἄ-πλᾱτος `unapproachable', πλᾶτις `spouse' (Bechtel Lexil.). The first member to δασύς (Osthoff MU 2, 46ff.), or as δα- `house' in δά-πεδον. - Diff. Solmsen RhM 60, 497ff.; Schwyzer 451 n. 4.
Page in Frisk: 1,350-351

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… …   Dictionary of Greek

  • δασπλῆτις — horrid fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτι — δασπλῆτις horrid masc/fem dat sg δασπλῆτις horrid fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτα — δασπλῆτις horrid masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτας — δασπλῆτις horrid masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτε — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτες — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτος — δασπλῆτις horrid masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλής — δασπλῆτις horrid masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

  • δαμνήτις — δαμνῆτις ( ιδος), η (Α) αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”